Thursday, April 23, 2009

Atonement


Εξιλέωση

Η ταινία αρχίζει στην περίλαμπρα μεγαλόπρεπη εξοχή της Αγγλίας και τελειώνει στο φαντασμαγορικό landmark των White Cliffs of Dover, σημείο αναφοράς της αθάνατης προπολεμικής (pre-war) ρομαντικής λογοτεχνίας και των Άγγλων συγγραφέων, από την Jane Austen και τον Thomas Hardy, έως τον D. H. Lawrence.

Βέβαια, στον D. H. Lawrence, η λέξη κλειδί, που ξεκλειδώνει τον νέο αιώνα, εισάγοντάς μας σε ένα θαυμαστό, παραπλανητικό και περίτεχνο κόσμο, απελευθερωμένης σεξουαλικότητας και σοφιστικέ
μοντερνισμού, είναι η λέξη FRUSTRATION
!
Η ίδια λέξη κλειδί, το ίδιο νόημα, το ίδιο βαρύ και αμετάκλητο συναίσθημα διέπει το μυθιστόρημα και τους ήρωες του Ian McEwan, από το πρώτο λεπτό, μέχρι το τελευταίο.
Καθώς ξετυλίγεται, σαν μεταξωτό νήμα, η πλοκή του έργου, καθώς το κουβάρι σιγά-σιγά λιγοστεύει, η ματαίωση, η φοβερή αυτή σκιά, που καταπλακώνει τους ήρωες, θεριεύει!

Καταπιεσμένα συναισθήματα, ανομολόγητος έρωτας, εσωτερικοί κραδασμοί λειτουργούν ως μοχλός, όχι για να εξυψώσουν αλλά για να καταποντίσουν τα πρόσωπα.
Αν ο έρωτας της μικρής Briony Tallis προς τον Robbie Turner, έβρισκε χρόνο και τρόπο να εκδηλωθεί, τότε θα γινόταν κατανοητή η πράξη της ανήσυχης έφηβης.

Τότε θα υπήρχε αιτιολόγηση όλου του προσωπικού δράματος που βίωσαν οι ήρωες.
Η μοναδική αιτιολόγηση.

Γιατί άλλη δεν υπάρχει!

Ο απωθημένος, ρομαντικός έρωτας, τα πληγωμένα συναισθήματα και η ζήλια, που κατατρώνε αυτό το ξανθό, αγγελικό, έφηβο πλασματάκι, είναι πιο δυνατά και από τον ίδιο τον διάβολο!

Ικανά να καταστρέψουν πολλές ζωές!

Όπως στο πρώτο μυθιστόρημα του D. H. Lawrence, The White Peacock, o ήρωας, συναισθηματικά καταπονημένος από τον αδιέξοδο έρωτά του για το υπεροπτικό αντικείμενο της λατρείας του, και βαριά frustrated, αντιλαμβάνεται, ότι θα ζήσει με αυτό το συναίσθημα, που θα τον αγκαλιάζει πια για την υπόλοιπη ζωή του, έτσι και η
Briony, ΕΠΙΛΕΓΕΙ να ζήσει με αυτό το σαρκοβόρο τέρας, που τής τρώει το μυαλό,
εξιλεώνεται μέσα από την τραγική βίωση της ματαίωσης.


Η Παντοδυναμία του Συγγραφέα


Η οθόνη γεμίζει με πολλαπλά είδωλα της καταξιωμένης, πλέον, και ηλικιωμένης συγγραφέως, Briony Tallis.

Λίγο πριν αποχαιρετήσει την ευτυχία, που γι' αυτήν είναι οι λέξεις, το μυαλό, οι αναμνήσεις της, -εργαλεία της δουλειάς της- λίγο πριν την εγκαταλείψει η πνευματική της διαύγεια, η συγγραφέας, εξιλεώνεται(;)
γράφοντας το πρώτο και συγχρόνως τελευταίο μυθιστόρημά της.
Θα μπορούσε να ξεδιπλώσει την πλοκή, κάνοντας τον Robbie να την ερωτεύεται τρελά!

θα μπορούσε να εξομολογηθεί στον Robbie, τον λόγο, που την ώθησε να πει το φρικτό της ψέμμα!

Θα μπορούσε να ζήσει τον ματαιωμένο έρωτά της,
μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της.

Θα μπορούσε, αλλά δεν το έκανε...

Αντίθετα, ένωσε, - σε μια τελευταία προσπάθεια, να σκίσει τον εφιαλτικό ιστό, μέσα στον οποίον, οι σκιές και όχι οι αληθινές υποστάσεις των τριών νέων είχαν εγκλωβιστεί για πάντα, - τους δύο ερωτευμένους, τον Robbie, που λαχταρούσε και ονειρευόταν το γλυκό, υγρό μουνί της Σεσίλια, και την αδελφή της, που καιγόταν από επιθυμία για τον Robbie, και τούς επέτρεψε να βιώσουν έναν fiction, και γιαυτό αθάνατο, έρωτα.

Η ίδια, με στεγνά χείλη και συρρικνωμένη ψυχή, από το ανηλεές συναίσθημα της ματαίωσης (Frustration), περιμένει υπομονετικά αλλά και με τρόμο, το πλήρες άδειασμα του μυαλού,
να την λυτρώσει επί τέλους.

Η ταινία είναι άνιση.
Το πρώτο μέρος, με τον τρεμάμενο και εύθραυστο έρωτα της Cecilia και του Robbie, το ανομολόγητο, πρώτο ερωτικό σκίρτημα της Briony, το οποίο η ίδια αργότερα περιγράφει ως: "Once I had a crush!", την οργιάζουσα, παγανιστική, αγγλική εξοχή, τα σκοτεινά, δρύινα εσωτερικά, και τους σκιώδεις, βαρείς φωτισμούς του αρχοντικού, τον παλλόμενο πόθο του Robbie, τα προτεταμένα χείλη της Cecilia και το καταπράσινο λάγνο σατέν, σε αντιδιαστολή με τις λευκές οργάντζες της έφηβης Briony, με τα σφιγμένα χείλη, τα διαφανή μάτια και το σατανικό φυζίκ, σε καθηλώνουν.


Το Turning Point του βιβλίου, σοφά τοποθετημένο ανάμεσα στον ερωτικό παροξυσμό και σε έναν βιασμό.

Δοσμένο με ιδιαίτερη μαεστρία, τέχνη και αισθητική πληρότητα,
στην ταινία.

Το δεύτερο μέρος κουράζει, με τις πλαδαρά άνευρες σκηνές από τον καταστροφικό πόλεμο.

Φλυαρία και επανάληψη.

Κάπου, ο Joe Wright φιλοδόξησε να αναπαράξει την λυρική ποιητικότητα του The Thin Red Line, αλλά δυστυχώς, ούτε είναι, ούτε μπορεί, απ' όσο δείχνουν τα πράγματα μέχρι τώρα, να γίνει ένας νέος Terrence Malick.

Αποζημιώνει η τελευταία σεκάνς με τους δυο ερωτευμένους να παιχνιδίζουν ανέμελοι στα κύματα, με φόντο τα πάλλευκα βράχια του Ντόβερ...
τρυφερό, μοναδικό δώρο απελπισίας στους άτυχους εραστές...

"How stands the old Lord Warden?
Are Dover's cliffs still white?"
Rudyard Kipling

There'll be bluebirds over the white cliffs of Dover..



Κatia A. 2008

Ακούμε:
“O soave fanciulla, o dolce viso”
του
Giacomo Puccini
από την όπερα
"La Boheme"
(Από το soundtrack της ταινίας)

No comments:

Post a Comment